Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὁμογενῆ μιάσματα

См. также в других словарях:

  • ομογενής — ές (ΑΜ ὁμογενής, ές) 1. αυτός που προέρχεται από το ίδιο γένος, την ίδια φυλή ή την ίδια οικογένεια, αυτός που έχει κοινή καταγωγή με άλλον, ομοεθνής 2. αυτός που έχει τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά με άλλον νεοελλ. 1. ομοιογενής, ομοιόμορφος 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»